- ιδιοαίσθηση
- ἡβιολ. η αντίληψη ερεθισμάτων που έχουν σχέση με τη θέση στον χώρο, τη στάση, την ισορροπία ή την κατάσταση τών εσωτερικών οργάνων ενός ζωικού οργανισμού.[ΕΤΥΜΟΛ. Απόδοση στην ελλ. ξεν. όρου, πρβλ. αγγλ. proprioception (< proprioceptive < proprio- «ιδιο-» < λατ. proprius + -ceptive κατά το receptive)].
Dictionary of Greek. 2013.