ιδιοαίσθηση

ιδιοαίσθηση
βιολ. η αντίληψη ερεθισμάτων που έχουν σχέση με τη θέση στον χώρο, τη στάση, την ισορροπία ή την κατάσταση τών εσωτερικών οργάνων ενός ζωικού οργανισμού.
[ΕΤΥΜΟΛ. Απόδοση στην ελλ. ξεν. όρου, πρβλ. αγγλ. proprioception (< proprioceptive < proprio- «ιδιο< λατ. proprius + -ceptive κατά το receptive)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • ιδιοδεκτικός — ή, ό φρ. «ιδιοδεκτική αισθητικότητα» η ιδιοαίσθηση. [ΕΤΥΜΟΛ. βλ. λ. ιδιοαίσθηση] …   Dictionary of Greek

  • ιδιο- — α συνθετικό λέξεων που σημαίνει: α) ιδιαιτερότητα («ιδιόμορφος», «ιδιοφυής») β) χωριστή, μεμονωμένη κατάσταση («ιδιόλεκτος», «ιδιόγλωσσος») γ) κτήση («ιδιοκτήτης», «ιδιόβουλος») δ) αυτενέργεια ή το αποτέλεσμά της («ιδιόγραφος», «ιδιόχειρος») βλ.… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”